- υφέσιμος
- ος, ο[ν] поддающийся уменьшению, ослаблению, спаду, разрядке
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υφέσιμος — η, ο, Ν ο δεκτικός ύφεσης («υφέσιμος πυρετός» τύπος πυρετού που χαρακτηρίζεται από περιόδους απυρεξίας οι οποίες παρεμβάλλονται ανάμεσα σε πολύ κοντινές πυρετικές εξάρσεις). [ΕΤΥΜΟΛ. < ύφεση. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στον Θεόδ. Αφεντούλη] … Dictionary of Greek
υφέσιμος — η, ο αυτός που επιδέχεται ελάττωση, ο μειώσιμος, ο περιορίσιμος: Υφέσιμος πυρετός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πυρετός — Κάθε σταθερή ανύψωση της θερμοκρασίας του σώματος πάνω από τα φυσιολογικά όρια. Όταν η θερμοκρασία, που λαμβάνεται στη μασχάλη, ξεπερνά τους 37°C θεωρείται π.· όπως είναι γνωστό, η θερμοκρασία του στόματος είναι κατά μερικά δέκατα υψηλότερη από… … Dictionary of Greek